- βαριοφαίνεται
- -φάνηκε, απρόσ., φαίνεται βαρύ, δυσαρεστεί, κακοφαίνεται: Μου βαριοφάνηκαν τα λόγια που μου είπε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαριοφαίνεται — βαριοφάνηκε βλ. πίν. 225 (μόνο στο γ πρόσ., ως προσ. ή απρόσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαρυφαίνεται — βλ. βαριοφαίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)